συγχώρημα

συγχώρημα
συγχώρημα
concession
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγχώρημα — τὸ, Α [συγχωρῶ] 1. συγκατάνευση, συγκατάθεση, έγκριση («λαβόντες παρὰ τῶν Ἑλλήνων συγχώρημα διὰ τὸν ἀγῶνα τῶν Ὀλυμπίων», Πολ.) 2. συμφωνία, συνεννόηση («ὁμολογῶ πεπρακέναι τὸ ὑπάρχον μοι ἀπὸ δικαίου συγχωρήματος Κοπρέου ψιλὸν τόπον», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • συγχωρήματα — συγχώρημα concession neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρήματι — συγχώρημα concession neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”